ξεφόρτωμα

ξεφόρτωμα
τό
1) разгрузка, выгрузка, отгрузка; 2) освобождение, избавление (от чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεφόρτωμα" в других словарях:

  • ξεφόρτωμα — το [ξεφορτώνω] 1. εκφόρτωση 2. απαλλαγή από φορτίο, από βάρος 3. μτφ. απαλλαγή από ενοχλητικά πρόσωπα ή από δυσάρεστες καταστάσεις …   Dictionary of Greek

  • ξεφόρτωμα — το, ατος απαλλαγή από φορτίο, βάρος, ενόχληση, παρουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβάστρα — η σανίδα που τοποθετείται πρόχειρα πάνω από λάκκο, τάφρο κ.λπ. για να περάσουν διαβάτες ή για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα πλοίων, κν. μαδέρι …   Dictionary of Greek

  • εκφόρτωση — η 1. απαλλαγή από το φορτίο, ξεφόρτωμα 2. εξαγωγή τού φορτίου από το μεταφορικό μέσο …   Dictionary of Greek

  • λίμπο — (I) το ναυτ. προσωρινό ξεφόρτωμα ενός μέρους τού φορτίου πλοίου με σκοπό την ελάττωση τού βυθίσματος, προκειμένου να διέλθει αυτό από αβαθή θάλασσα ή από ποτάμια διάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limbo «φορτίο πλοίου»]. (II) το είδος παραδοσιακού… …   Dictionary of Greek

  • μαούνα — η 1. φορτηγό, χωρίς κατάστρωμα, βοηθητικό σκάφος που χρησιμεύει για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα τών πλοίων, η φορτηγίδα 2. ειδικό βοηθητικό υπηρετικό σκάφος που συμπληρώνει την αποστολή τής βυθοκόρου και με το οποίο μεταφέρονται και απορρίπτονται… …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • εκφορτωτής — ο εργάτης για το ξεφόρτωμα, ο φορτοεκφορτωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφόρτωση — η ξεφόρτωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλάγκο — το (λ. ιταλ.) 1. είδος βαρούλκου ή γερανού για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα του πλοίου. 2. φρ., «σότο παλάγκο», όρος στα ναυλοσύμφωνα που σημαίνει ότι ο παραλήπτης θα ειδοποιηθεί έγκαιρα για να παραλάβει το εμπόρευμα την ώρα που το παλάγκο του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιλό — το (λ. γαλλ.), άκλ., αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για το γρήγορο φόρτωμα και ξεφόρτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»